- μακροβούτι
- τό1) ныряние; 2) перен. кража; растрата
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακροβούτι — το βουτιά και κολύμπι κάτω από την επιφάνεια του νερού, η κατάδυση: Χτύπησε το κεφάλι του κάνοντας ένα μακροβούτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακροβούτι — το 1. κατάδυση, βουτιά από ψηλά και κολύμπι κάτω από την επιφάνεια τού νερού για μεγάλη απόσταση 2. μτφ. κατάχρηση, κλοπή, λαθρεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βούτι (< βουτώ)] … Dictionary of Greek
πλονζόν — και μπλονζόν, το, Ν 1. βουτιά, μακροβούτι 2. (στο ποδόσφαιρο) εκτίναξη τού τερματοφύλακα και πτώση του στο έδαφος, για να πιάσει ή να αποκρούσει την μπάλα που έρχεται με ταχύτητα προς το τέρμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plongeon «κολυμβητικό πτηνό… … Dictionary of Greek
βούτηγμα — και βούτημα, το [βουτώ] 1. καταβύθιση, εμβάπτιση 2. συνεκδ. το εμβαπτιζόμενο στο ρόφημα κουλούρι, μπισκότο κ.λπ. 3. βουτιά, μακροβούτι 4. φρ. «το βούτημα του ήλιου» η δύση 5. βίαιη αρπαγή κάποιου πράγματος 6. δόλια υπεξαίρεση, κλοπή 7. ξαφνικό… … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
κατάδυση — η 1.καταβύθιση, καταπόντιση: Έγινε η κατάδυση του υποβρυχίου. 2. βουτιά, μακροβούτι: Είναι άφταστος στις καταδύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)